ἔρασδε

English (LSJ)

Doric for ἔραζε: to the ground, to earth; v. ἔρα.

German (Pape)

[Seite 1017] s. ἔραζε.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἔραζε.

Russian (Dvoretsky)

ἔρασδε: дор. v.l. = ἔραζε.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρασδε: Δωρ. ἀντὶ ἔραζε, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

βλ. έραζε.

Greek Monotonic

ἔρασδε: Δωρ. αντί ἔραζε.