ἔρξα

English (LSJ)

v. ἔρδω.

French (Bailly abrégé)

v. ἔρδω.

Greek Monotonic

ἔρξα: Επικ. αντί εἶρξα, αόρ. αʹ του ἔργω, εἴργω· επίσης του ἔρδω.

Russian (Dvoretsky)

ἔρξα: aor. к ἔρδω.