ἔρδω
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
impf.
A ἔρδον Il.11.707, Ion. ἔρδεσκον 9.540, Hdt.7.33: fut. ἔρξω Od.11.80, Hes.Op.327, A.Pers.1059(lyr.), S.Ph.1406 (troch.): aor. ἔρξα Od.8.490, Hdt.5.65; and so in A.Th.923 (but ἦρξεν Ag.1529 codd.): pf. ἔοργα Il.5.175, etc.; 3pl. ἔοργαν Batr.179: plpf. ἐώργειν, 3sg. ἐώργει Od.4.693, 14.289, ἐόργεε Hdt.1.127: pf. part. Pass. ἐργμένος B.12.207: aor. 1 part. Pass. ἐρχθείς ib.65. (Aspirated acc. to Sch.Ar.Ach.329, and so freq. in codd. of Hom., cf. Thgn.690, Epic. ap.Pl.Euthphr.12a: fr. ϝέργ-ψω (through ϝέρζδω), cf. ἔργον: impf. ἔερδον Sol. ap. Arist.Ath.12.3: aor. 1 ἔϝερξα Inscr.Cypr.146 H.; written βέρδηι in Schwyzer183 (Crete, iii/ii B. C.), cf. ϝηρόντων (imper.) GDI5013ii10, ϝήροντι ib.4987a2):—poet. and Ion. Verb, do, ὅσσ' ἔρξαν τ' ἔπαθόν τε Od.8.490; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Il.4.37; ἔρξον ὅπῃ.. νόος ἔπλετο 22.185; εἰ δέ κεν ὣς ἔρξῃς 2.364; εὖ ἔρξαντα 5.650, cf. Inscr.Cypr.l.c.; οὔτε εὖ ἔρδων οὔτε κακῶς Thgn.368; αἴ τις τούτων τι ϝέρκσαι Leg.Gort.10.30; opp. πάσχω, ἔρξαι τε καὶ παθεῖν Pi.P.8.6; παθεῖν ἔρξαντες prob. in A.Ag.1658 (troch.): freq. c. acc., ἔ. ἔργα βίαια, μέγα ἔργον, Od.2.236, 19.92; ἔ. φίλα, ἐσθλά, πολλά, etc., 15.360, Il.2.272, 9.320, etc.: sometimes c. dat. pers., ὃς δὴ πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289; μὴ Νυκτὶ..ἀποθύμια ἔρδοι Il.14.261, cf. Mosch.4.93 codd.: more freq. c. dupl. acc, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργε Il.3.351; κακὰ πολλὰ ἔοργε Τρῶας 5.175, cf. 9.540, A.Pers.236 (troch.), etc.; ἀνήκεστον πάθος ἔ. τινά Hdt.1.137; also εὖ ἔ. τινά Thgn.105,955, Semon.7.80, etc.; κακῶς Hdt.6.88, E.Med.1302: without an Adv., ἔ. τινά to do one harm, S.Ph.683(lyr.): less freq. with Subst. alone as object, ἔ. πήματα A.Pers.786; προσωφέλησιν S.Ph. 1406 (troch.); ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην let him practise.., Ar. V.1431; also φάρμακα ταῦτ' ἔρδοισα χερείονα μήτε τι Κίρκας Theoc.2.15:—Pass., τὸ καλῶς ἐργμένον B.12.207; εὖ ἐρχθέντος ib.65.
2 offer a sacrifice (cf. ῥέζω), not in pf. and plpf.; ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας Il.2.306; ἔ. ἱερὰ καλά Hes.Th.417; σφάγια θεοῖσιν ἔρδειν A.Th.231; Διὶ θυσίας Hdt.1.131:—Pass., θυσίη ἐρδομένη ὧδε Id.4.60; θανόντεσσιν ἐρδόμενον μέρος Pi.O.8.78: abs., offer sacrifice, ἔρδειν..ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς Hes.Op.136, cf. Porph.Abst.2.59.—Found in late Ion. Prose, Aret.CA2.3. (ῥέζω is another form of this verb.)
German (Pape)
[Seite 1022] nur praes. u. impf., att. ἕρδω, dazu von ἄργω fut. ἔρξω, perf. ἔοργα, ἔοργαν, Batr. 179, plusqpf. ἐώργειν, auch ἐόργεε, Her. 1, 127, – 1) machen, thun, vollbringen, ἔρδε, thue es, Il. 4, 29; ὅσσ' ἔρξαν τ' ἔπαθόν τε Od. 8, 490; so, thun im Gegensatz des Leidens, Pind. P. 8, 6; πρὶν παθεῖν ἔρξαντα Aesch. Ag. 1643; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Od. 13, 145; φίλος εἴη καὶ φίλα ἔρδοι 15, 359; Hes., Pind. u. Tragg.; ἐπεὶ δοκεῖς τόδ' ἔρδειν καὶ λέγειν Aesch. Ag. 1633; θανάτῳ τίσας ἅπερ ἦρξεν 1511; ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν Soph. Phil. 6; ἔρδουσιν ἢ μέλλουσι O. C. 1074; τόλμαν ἃν ἔρεξα Eur. Andr. 837; ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην Ar. Vesp. 1431; τινί τι, Einem Etwas anthun, Il. 14, 261; ὃς δὴ πολλὰ κακὰ ἀνθρώποισιν ἐώργει Od. 14, 289; 15, 360; gew. τινά τι, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργεν Il. 3, 351; σῦς κακὰ πόλλ' ἔρδεσκεν ἀλωήν 9, 450; ὅςτε ξεῖνον κακὸν ἔρξει Hes. O. 325; στρατὸς τοιοῦτος ἔρξας πολλὰ δὴ Μήδους κακά Aesch. Pers. 232; εὖ ἔρξαι τινά Theocr. 16, 25; κακῶς τινα, Her. 6, 88. – 21 opfern, ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς Hes. G. 135; Διὶ θυσίας ἔρδειν Her. 1, 131, wie ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας Il. 2, 306 u. öfter. Vgl. ῥέζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ; les autres temps se rattachent à un verbe inus. *ἔργω, f. ἔρξω, ao. ἔρξα, pf.2 ἔοργα, pqp. ἐώργειν;
1 faire, accomplir : ὅσσ' ἔρξαν τ' ἔπαθόν τε OD tout ce qu'ils ont fait et tout ce qu'ils ont eu à subir ; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις IL fais comme tu veux ; εὖ ἔρξας IL ayant bien agi ; ἔρδειν πολλὰ κακά τινι OD faire beaucoup de mal à qqn ; d'ord. τινά τι, faire qch (du bien, du mal) à qqn ; εὖ ἔρδειν τινά, κακῶς ἔρδειν τινά, faire du bien, du mal à qqn;
2 particul. faire un sacrifice, sacrifier : ἔρδειν ἀθανάτοισι ἑκατόμβας IL sacrifier des hécatombes aux immortels;
Moy. ἔρδομαι (f. ἔρξομαι) faire en sorte de réussir à, inf..
Étymologie: R. Ϝερδ, faire, cf. ῥέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἔρδω: ион. тж. ἕρδω (только praes., impf. ἔρδον и impf. iter. ἔρδεσκον; проч. формы - от *ἔργω I)
1 делать, совершать (ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην Arph.): ἔρξον ὅπως ἐθελεῖς Hom. сделай, как хочешь; ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε Hom. (все), что (ахейцы) совершили и (все, что они) выстрадали; ἔ. ἔργα βίαια Hom. совершать насилия, насильничать;
2 делать, причинять (πολλὰ κακά τινι ἔ. Hom.): τίνα προσωφέλησιν ἔρξεις; Soph. какую помощь ты (мне) окажешь?;
3 (о жертвоприношениях), совершать, приносить, (ἑκατόμβας ἀθανάτοισι Hom.; ἱερὰ καλά Hes.; θυσίας Her.): ἔ. ἐπὶ βωμοῖς Hes. совершать жертвоприношения на алтарях;
4 делать зло: οὔτ᾽ ἔρξας τινὰ οὔτε νοσφίσας Soph. не причинивший никому зла и никого ничего не лишивший.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρδω: παρατ. ἔρδον Ἰλ. Λ. 707, Ἰων. ἔρδεσκον Ι. 540, Ἡρόδ. 7. 33: μέλλ. ἔρξω Ὀδ. Λ. 80, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1058, Σοφ. Φιλ. 1406· ἀόρ. ἔρξα Ὅμ., Ἡρόδ.· δὲν λαμβάνει δὲ αὔξησιν παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς (πιθ. πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἦρξα, ἀορίστου τοῦ ἄρχω), Αἰσχύλ. Θήβ. 924, πρβλ. Ἀγ. 1529 Δινδ.: πρκμ. ἔοργα Ὅμ., κλ.· γ΄ πληθ. ἔοργαν Βατραχομ. 179: ὑπερ. ἐώργειν, γ΄ ἑν. ἐώργει Ὀδ. Δ. 693, Ξ. 289· ἐόργεε Ἡρόδ. 1. 127: - τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐλάμβανε τὴν δασεῖαν κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 329· καὶ συχνάκις οὕτω γράφεται ἐν τοῖς ἀντιγράφ., πρβλ. ποιητ. ἐν Πλάτ. Εὐθύφρ. 12Β (πρβλ ῥέζω, ὅπερ εἶναι ἁπλῶς κατὰ μετάθεσιν ἐκ τοῦ ἔρδω, καὶ ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. κελαινὸς 5· καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *ἔργω). Ποιητ. καὶ Ἰων. ῥῆμα πράττω, ὅσσ’ ἔρξαν τ’ ἔπαθόν τε Ὀδ. Θ. 490· ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Ἰλ. Δ. 37· ἔρξον, ὅπῃ... νόος ἔπλετο Χ. 185, πρβλ. Πινδ. Π. 8. 7, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1658, κτλ.· εἰ δέ κεν ὣς ἔρξῃς Ἰλ. Β. 364· εὖ ἔρξας Ε. 650· οὔτε εὖ ἔρδων οὔτε κακῶς Θέογν. 368: - συχνότερον μετ’ αἰτ., ἔρδειν μέγα ἔργον, ἔργα βίαια Ὀδ. Β. 236, Τ. 92· ἔρδ. φίλα, ἐσθλά, πολλά, κτλ., Ὅμ.· ἐνίοτε μετὰ δοτ. προσ., ὃς δὴ πολλὰ κάκ’ ἀνθρώποισιν ἐώργειν Ὀδ. Ξ. 289· μὴ νυκτὶ... ἀποθύμια ἔρδοι Ἰλ. Ξ. 261, πρβλ. Μόσχ. 4. 93, Εὐρ. Μήδ. 1292· ἀλλ’ ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ. συχνότερον μετὰ διπλῆς αἰτ., ὅ με πρότερος κάκ’ ἔοργε Ἰλ. Γ. 351, πρβλ. κακὰ πολλὰ ἔοργεν Τρῶας Ε. 175, πρβλ. Ι. 540 (536), Αἰσχύλ. Πέρσ. 236, κτλ.· ἀνήκεστον πάθος ἔρδ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 137· ὡσαύτως, εὖ ἔρδειν τινὰ Θέογν. 105. 949, Σιμωνίδης π. γυναικ. 80, κτλ.· κακῶς Ἡρόδ. 6. 88, Εὐρ. Μήδ. 1302· ὡσαύτως ἀπολ., ἔρδ. τινά, κακοποιεῖν, βλάπτειν τινά, Σοφ. Φιλ. 684· σπανίως μετὰ μόνου οὐσιαστ. ὡς ἀντικειμ., ἔρδ. πήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· προσωφέλησιν Σοφ. Φιλ. 1406· φάρμακα ἔρδειν, ποιεῖν μεγείας, Θεόκρ. 2. 15· ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην, «ἕκαστος, φησίν, ἣν οἶδε τέχνην ἐργαζέσθω, καὶ ταῦτα δὲ ἐν ταῖς παροιμίαις φέρεται» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1431: - Παθ. ἐρδόμενον μέρος, τὸ διδόμενον μερίδιον, Πινδ. Ο. 8. 104. 2) τελῶ ἢ προσφέρω θυσίαν (ἴδε ῥέζω), συχν. παρ’ Ὁμ. (ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ.)· ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας Ἰλ. Β. 306· ἐρδ. ἱερὰ καλὰ Ἡσιόδ. Θεογν. 417· Διῒ θυσίας Ἡρόδ. 1. 131· σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230· καὶ ἐν τῷ Παθ., θυσίη ἐρδομένη ὦδε 4. 60: - ὡσαύτως, ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. facere oprerari, ἔρδειν... ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 135.
English (Autenrieth)
(root ϝεργ.), ipf. iter. ἔρδεσκες, fut. ἔρξω, aor. ἔρξα, perf. ἔοργα, plup. ἐώργειν: do, esp. do sacrifice, sacrifice; ἑκατόμβᾶς, Il. 1.315, Od. 7.202; ἷρὰ θεοῖς, Il. 11.207; w. two accusatives, or w. dat., ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργεν, Il. 3.351; πολλὰ κάκ ἀνθρώποισιν ἐώργει, Od. 14.289, Il. 14.261; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, ‘do as thou wilt,’ Od. 13.145; defiantly, ἔρδ ἀτὰρ οὔ τοι πάντες ἐπαινέομεν, ‘go on and do!’ Il. 4.29.
English (Slater)
ἔρδω (ἔρδων, -οντα: aor. ἔρξαις; ἔρξαι: pass. ἐρδόμενον nom.
1 ϝερδ- (O. 10.91), fr. 155. 1.)
a perform, achieve εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων (O. 1.64) καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ (O. 10.91) εἰ δ' ἐὼν καλὸς ἔρδων τ ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (πὰν Schr.) (I. 4.48) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών i. e. in actual practice (I. 5.54) τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, εἴην; fr. 155. 1.
b do to others, bestow τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (P. 8.6) ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (“de sacris faciendis met.” Boeckh: -ομένων coni. Mosch) (O. 8.78)
c = εὖ ἔρδω, succeed εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων (cf. Bacch. 18. 43) (N. 7.11)
d frag. ]ανερδω[ P. Oxy. 2442. fr. 103.
Greek Monolingual
ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῖς ἐπὶ βωμοῖς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.
Greek Monotonic
ἔρδω: παρατ. ἔρδον, Ιων. ἔρδεσκον· μέλ. ἔρξω, αόρ. αʹ ἔρξα, παρακ. ἔοργα, υπερσ. ἐώργειν, Ιων. γʹ ενικ. ἐόργεε (βλ. *ἔργω), σε Όμηρ. κ.λπ.
1. συχνά με διπλή αιτ., κάνω κάτι σε κάποιον, κακὰ πολλὰ ἔοργεν Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, εὖ ή κακῶς ἔρδειν τινά, σε Θέογν. κ.λπ.· απλώς, ἔρδ. τινά, βλάπτω, κακοποιώ κάποιον, σε Σοφ.· ἔρδ. πήματα, μηχανεύομαι, ραδιουργώ, σε Αισχύλ.· ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην, επιτρέπεται στον καθένα να εξασκεί την τέχνη που γνωρίζει, σε Αριστοφ.
2. τελώ ή προσφέρω θυσία (βλ. ῥέζω), σε Όμηρ., Ηρόδ.· απόλ., όπως το Λατ. facere, operari, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: do, make, complete, also sacrifice;
Other forms: Aor. ἔρξαι (Cypr. ἔϜερξα), perf. ἔοργα (Il.), med. ἐ]ργμένος (B. 12, 207; uncertain), fut. ἔρξω (Od.)
Dialectal forms: Myc. woze /worzei/ still has the original zero grade.
Compounds: rarely with prefix ἀπ-, προσ-, συν-. In prose replaced by ποιέω, πράττω, ἐργάζομαι etc.
Derivatives: ἔργμα deed (h. Hom., Archil.; cf. Porzig Satzinhalte 268), ἕρκτωρ perpetrator (Antim.).
Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- work
Etymology: The present (Ϝ)έρδω (Cret. βέρδηι; cf. Schwyzer 224; on the digamma also Chantraine Gramm. hom. 1, 135; on the sec. aspiration in ἕρδω ibid.1, 187f., Sommer Lautstud. 131) can through *Ϝέρzδω go back on *Ϝέργι̯ω and differs only im ablaut from the weak-grade. Jot presents Av. vǝrǝzyeiti = Goth. waurkeiÞ, OHG wurchit, IE *u̯r̥ǵ-i̯eti. The full grade from (Ϝ)έργον; thus OS wirkiu after werk; cf. Schwyzer 716 n. 2. - The non-present forms show the expected full grade with regular o- in the perfekt. Cf. ῥέζω.
Middle Liddell
[v. *ἔργω
1. to do, Hom., etc.; often c. dupl. acc., to do something to a person, κακὰ πολλὰ ἔοργεν Τρῶας Il.; also, εὖ or κακῶς ἔρδειν τινά Theogn., etc.; simply, ἔρδ. τινά to do one harm, Soph.; ἔρδ. πήματα to work mischief, Aesch.; ἔρδοι τις ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην let each man practise the art he knows, Ar.
2. to make or offer a sacrifice (v. ῥέζω), Hom., Hdt.:— absol., like Lat. facere, operari, Hes.
Frisk Etymology German
ἔρδω: {érdō}
Forms: Aor. ἔρξαι (kypr. ἔϝερξα), Perf. ἔοργα (ep. ion. poet. seit Il.), Med. ἐ]ργμένος (B. 12, 207; nicht sicher), Fut. ἔρξω (seit Od.)
Grammar: v.
Meaning: tun, machen, vollbringen, auch opfern;
Composita: vereinzelt mit Präfix ἀπ-, προσ-, συν-. In der Prosa von ποιέω, πράττω, ἐργάζομαι usw. zurückgedrängt bzw. ersetzt.
Derivative: Davon ἔργμα Tat (h. Hom., Archil. usw.; vgl. Porzig Satzinhalte 268), ἕρκτωρ Täter (Antim.).
Etymology: Das Präsens (ϝ)έρδω (kret. βέρδηι; vgl. Schwyzer 224; zum Digamma noch Chantraine Gramm. hom. 1, 135; zur sekundären Aspiration ἕρδω ebd. 1, 187f., Sommer Lautstud. 131) kann über *ϝέρzδω auf *ϝέργι̯ω zurückgehen und unterscheidet sich somit nur im Ablaut von den schwundstufigen Jotpräsentia aw. vərəzyeiti = got. waurkeiþ, ahd. wurchit, idg. *u̯r̥ĝ-i̯eti. Die Hochstufe stammt wahrscheinlich von (ϝ)έργον; ebenso asächs. wirkiu nach werk; vgl. Schwyzer 716 A. 2. — Die außerpräsentischen Formen zeigen die erwartete Hochstufe mit regelmäßiger o-Abtönung im Perfekt. Vgl. ῥέζω. WP. 1, 290f.
Page 1,549
Mantoulidis Etymological
(=κάμνω). Ἄλλος τύπος τοῦ ἔργω μέ τήν ἴδια σημασία, ὅπως καί τό ῥέζω.