ἔρυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐρύω A) a drawing, νεῶν Max.Tyr.19.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1037] ἡ, das Ziehen, Max. Tyr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρυσις: -εως, ἡ, (ἐρύω) ἕλκυσις, «τράβηγμα», νεῶν ἐρύσεις ἐκ θαλάσσης ἄνω Μαξ. Τύρ. 19. 4· ἐν Φίλωνι 1. 602 ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὄρουσις.

Greek Monolingual

ἔρυσις, ἡ (Α) [[[ερύω]] (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.).