ἕδνιος

English (LSJ)

α, ον, bridal, χιτών Id.

Spanish (DGE)

-ον nupcial χιτών Hsch.

German (Pape)

[Seite 715] χιτών, Brautkleid, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἕδνιος: -α, -ον, γαμήλιος, «ἕδνιος χιτών· ὃν πρῶτον ἡ νύμφη τῷ νυμφίῳ δίδωσιν» Ἡσύχ.