ἕθεν
English (LSJ)
(i.e. ϝέθεν, cf. A.D.Pron.77.4), Ep., Lyr., and Trag. gen. for ἕο, οὗ, masc. and fem.,
A his, her, of him, of her, Hom., etc.; αὐτοῦ ἕθεν, = ἑαυτοῦ, IG4.952.106 (Epid.).
II = ἑκάς, Hsch.
Spanish (DGE)
v. οὗ.
German (Pape)
[Seite 720] ep. u. p. = οὗ, seiner, ihrer.
French (Bailly abrégé)
gén. poét. du pronom οὗ.
Russian (Dvoretsky)
ἕθεν: Hom., Aesch. = οὗ и ἕο.
Greek (Liddell-Scott)
ἕθεν: Ἐπ. καὶ Ἀττ. ποιητ. γεν. ἀντὶ ἕο, οὗ, ἀρσ, καὶ θηλ. αὐτοῦ, αὐτῆς, Ὁμ., κλ.: Αἰολ. γέθεν, ἴδε ἐν λέξει δίγαμμα.
English (Autenrieth)
οὗ.
Greek Monolingual
ἕθεν (Α)
αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].
Greek Monotonic
ἕθεν: ποιητ. γεν. αντί ἕο, οὗ· αυτού, αυτής, από αυτόν, από αυτήν.