τό,= ἕλκος, wound, Hsch., who also has ἑλκανῶσα,= ἑλκαίνουσα.
-ου, τό herida Hsch.
[Seite 798] τό, die Wunde, Hesych.
ἕλκᾰνον: τό, = ἕλκος, τραῦμα, μόνον παρ’ Ἡσυχ., ὅστις ἔχει καὶ ἑλκανῶσα· «ἡλκωμένη, ἢ ἡλκοποιημένη ὑπὸ τοῦ πυρός».