Ἐννοσίγαιος

English (LSJ)

[σῐ], ὁ, Ep. for Ἐνοσίγαιος, Earth-shaker, as a name of Poseidon, Il.13.43,al., Mosch.2.149, Nonn. D. 36.126, etc.: ἐνοσί-, Luc.JTr.9.

Spanish (DGE)

v. Ἐνοσίγαιος.

Greek Monotonic

Ἐννοσίγαιος: ὁ, Επικ. αντί Ἐνοσίγαιος (ἔνοσις, γαῖα), αυτός που σείει τη Γη, επίθ. του Ποσειδώνα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

Ἐννοσίγαιος, ὁ, epic for Ἐνοσί-γαιος ἔνοσις, γαῖα
the Earth-shaker, name of Poseidon, Hom.