ἠερομήκης

English (LSJ)

ἠερομήκες, Ep. for ἀερ-, high as heaven, Orph.A.924.

German (Pape)

[Seite 1155] ες (lust-), himmelhoch, Orph. Arg. 922.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερομήκης: -ες, Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὑψηλὸς μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, Ὀρφ. Ἀργ. 922.

Greek Monolingual

ἠερομήκης, -ες (Α)
(επικ. τ. του αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- ιων. τ. του αερο- (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ισομήκης].