θεόρατος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-η, -ο
πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όρατος (< ορώ), πρβλ. α-δι-όρατος, α-όρατος].