ἠθάδιος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ἠθάς, Opp.C.1.448.

German (Pape)

[Seite 1156] = ἠθάς, ἠθάδιοι φίλιοί τε, Gegensatz ἐχθροί, Opp. Cyn. 1, 448.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθάδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἠθάς, Ὀππ. Κ. 1. 448.

Greek Monolingual

ἠθάδιος, -ον (Α)
ποιητ. τ. του ἠθάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθάς, πρβλ. αμοιβάς > αμοιβάδιος].