ἠπιάω

English (LSJ)

aor. 1 Pass. ἠπιήθη, = ἐταπεινώθη, Hsch. (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιάω: καταπραΰνω, ἡμερώνω· ἀόρ. παθ. ἠπιήθην, Ἠσύχ.· πρβλ. ἠπιόω.

German (Pape)

lindern, besänftigen, Vetera Lexica.