α, ον,A = ἠρεμαῖος, Procl.in Prm.p.803 S.II ἠρέμιον, τό, = ἀνεμώνη, Dsc.2.176 (v.l. ἠνέμιον).
ἠρέμιος, -α, -ον (Α) ηρέμα·1. ο ηρεμαίος2. το ουδ. ως ουσ. το ἠρέμιονη ανεμώνη.