ἡδύκωμος

English (LSJ)

ὁ, name of a kind of αὔλησις, Trypho ap. Ath.14.618c; of a dance, Poll.4.100.

German (Pape)

[Seite 1153] ein Tanz, den κῶμος verschönend, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύκωμος: ὁ, ἡδὺς κῶμος, Ἀθην. 618C, Πολυδ. Δ΄, 100.

Greek Monolingual

ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].