αὔλησις
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
-εως, ἡ, flute-playing, Pl.Prt. 327b, 327c,al., Arist.Pol.1341a25, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 arte de tocar la flauta αὐληταὶ ... ἂν ... ἦσαν ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας serían flautistas capaces en comparación con los profanos y con los que nada supieran del arte de tocar la flauta Pl.Prt.327c, cf. 327b, ἡ παιδεία τῆς αὐλήσεως Arist.Pol.1341b7, τὴν αὔλησιν μαθὼν παρ' αὐτοῦ (Μαρσύου) Plu.2.1133e, ἐκ γὰρ τῆς Ὀλύμπου αὐλήσεως Plu.2.1134e, αὐλήσεως ἐραστής D.Chr.3.134, cf. SB 5810.14 (IV d.C.).
2 sonido o melodía de la flauta Λιβύων δὲ ἵπποι ..., ἐς τοσοῦτον αὐτὰς αἱρεῖ ἡ αὔλησις Ael.NA 12.44, ἐπαρθῆναι ... ὑπὸ τοῦ ῥυθμοῦ τῆς αὐλήσεως D.Chr.1.2.
German (Pape)
[Seite 393] ἡ, das Flötenspiel, Plat. Prot. 327 b u. A.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλέω.
Russian (Dvoretsky)
αὔλησις: εως ἡ игра на свирели Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλησις: -εως, ἡ, τὸ αὐλεῖν, μηδέν αὐλήσεως ἐπαΐοντας Πλάτ. Πρωτ. 327Β, C, κ. ἀλλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6. 14, κτλ.
Greek Monolingual
αὔλησις, η (Α) αυλός
το παίξιμο του αυλού.
Greek Monotonic
αὔλησις: -εως, ἡ (αὐλέω), ήχος αυλού, σε Πλάτ.