ἡλιοπλήξ
English (LSJ)
Greek Monolingual
ἡλιοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
ο Ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ].
Translations
sunburnt
English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng