ἡμίνηρος

English (LSJ)

ἡμίνηρον, contr. for ἡμινέαρος, half-fresh, and so of fish. half-salted, Xenocr.77, Ath.3.118f.

German (Pape)

[Seite 1169] halbfrisch, für ἡμινέαρος, d. i. halbeingesalzen, Ath. III, 118 f 121 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίνηρος: -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ πρόσφατος, καὶ οὕτως ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ ἡμιτάριχος, Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B.

Greek Monolingual

ἡμίνηρος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ πρόσφατος, όχι εντελώς πρόσφατος
2. (για ψάρια) μισοαλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + νηρός «δροσερός (για ψάρια)»].