ἡμεροποιός

English (LSJ)

ἡμεροποιόν, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.