ἡμιλάσταυρος

English (LSJ)

ὁ, half a rogue, Men.1014.

German (Pape)

[Seite 1168] halbrauch (s. λάσταυρος), Men. bei Poll. 6, 161, der das Wort tadelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιλάσταυρος: ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ πονηρός, μιαρός, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 395, Πολυδ. Ϛ΄, 161.

Greek Monolingual

ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α)
αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λάσταυρος «επίθ. του κίναιδου»].