τό, = ἡμίτομος (lozenge-shaped bandage) 11.2b, Heliod. ap. Orib.48.20.13, Gal. 18(1).797,838.
ἡμιρρόμβιον: τό, ἴδε ἐν λ. ἡμίτομος ΙΙ.
τό, halber Rhombus, Galen. Dav. adj. ἡμιρρομβιαῖος.