ἡμιφανής
English (LSJ)
ἡμιφανές, (φαίνομαι) half-visible, Str.17.1.32.
German (Pape)
[Seite 1171] ές, dasselbe, von den halb im Sande vergrabenen Sphinxen, Strab. XVII, 807.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui paraît ou qu'on voit à moitié.
Étymologie: ἡμι-, φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ ὁρατός, σφίγγες Στράβων 807. - Ἐπίρρ. -ῶς, Γρ. Νύσσ. 3. 1045.
Greek Monolingual
ἡμιφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α)
με ημιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, διαφανής].