ἡρώασσα

English (LSJ)

ἡ, Cret., = ἡρωΐνη, GDI4952 (Dreros).

Greek (Liddell-Scott)

ἡρώασσα: ἡ, Ἐπιγρ. Δρηρίων Κρήτης, Rang. Ant. hell. 2477.

Greek Monolingual

ἡρώασσα, ή (Α)
ηρωίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + θηλ. κατάλ. -άσσα (πρβλ. άνασσα, ύλασσα)].