Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
η (AM ἄνασσα) άναξβασίλισσα, δέσποινα, κυράαρχ.ο κύριος αυτουργός, αυτουργός μιας πράξης.