ἡρῷσσα

English (LSJ)

v. ἡρώϊσσα. ἡρωστής, = ἡρωϊστής, Keil-Premerstein Dritter Bericht117 (Tire).

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, s. ἡρώϊσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἡρῷσσα: ἡ Anth. = ἡρωΐνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρῷσσα: ἡ, = ἡρωίνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1309, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 225.

Greek Monolingual

ἡρῷσσα (Α)
βλ. ηρώισσα.

Greek Monotonic

ἡρῷσσα: ἡ, = ἡρωίνη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡρῷσσα, ἡ, = ἡρωΐνη, Anth.]