ἡρώϊσσα
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
contr. ἡρῷσσα, = ἡρωίνη, A.R.4.1309, 1358, IG5(1).610 (Sparta), al., 12(5).325 (Paros), AP6.225 (Nicaen.).
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, = ἡρωΐνη, od. in zsgzgner Form ἡρῷσσα, Ap. Rh. 4, 1309. 1358.
Greek Monolingual
η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα)
ηρωίδα
νεοελλ.
το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και της ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλισσα)].