ηρώισσα

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source

Greek Monolingual

η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα)
ηρωίδα
νεοελλ.
το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και της ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλισσα)].