ἤστην

French (Bailly abrégé)

2ᵉ duel impf. épq. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἤστην: (= ἤτην) 3 л. dual. impf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἤστην: ἀντὶ ἤττην, γ. δυϊκ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).

English (Autenrieth)

see εἰμί.

Greek Monotonic

ἤστην: αντί ἤτην, γʹ δυϊκ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).