ἦλυξ

English (LSJ)

-υγος, ὁ, = ἠλύγη (shadow), Choerob. in Theod. 2.400; ἠλύγων ὀρέων· ἐν σκότῳ κατεχομένων, Hsch. (leg. -αίων).

German (Pape)

[Seite 1163] υγος, ἡ, = ἠλύγη, von Choerobosc. in B. A. 1199 σκιά erkl. S. ἐπῆλυξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἦλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἴδε ἐν λ. ἠλύγη.

Greek Monolingual

ἦλυξ, -υγος, ὁ (Α)
η ηλύγη.