ηλύγη

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

ἠλύγη, ἡ (Α)
1. η σκιά
2. φρ. «δίκης ἠλύγη» — οι περιπλοκές της δίκης ή τα σκοτεινά σημεία της δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ηλύγη έχει το υ βραχύ. Το -η- θεωρείται, εξάλλου, από πολλούς συνδετικό φωνήεν του α' με το β' συνθετικό στο συνηθέστερα εμφανιζόμενο σύνθετο ρ. επηλυγάζομαι «τοποθετώ στη σκιά, κρύβω, τυλίγω» (επ-η-λυγάζομαι κατά τα επ-ή-βολος, επ-η-ετανός). Στην περίπτωση αυτή το ηλύγη θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παράγωγο. Επιχειρήθηκε ακόμη η σύνδεση του με το λιθ. liugas, το ρωσ. luža και το αλβ. legate, όλα με τη σημασία «βάλτος, έλος».
ΠΑΡ. (επ)ηλυγάζομαι, ηλυγαίος].