ἠλύγη

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῠ́γη Medium diacritics: ἠλύγη Low diacritics: ηλύγη Capitals: ΗΛΥΓΗ
Transliteration A: ēlýgē Transliteration B: ēlygē Transliteration C: ilygi Beta Code: h)lu/gh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, shadow, shade, obscurity, fog, darkness, Erot. s.v. ἐπηλυγάζονται, Hsch. s.v. ἠλυγισμένος: metaph., δίκης ἠλύγη = the 'fog' of a lawsuit, the shadow of justice, Ar.Ach.684; cf. ἦλυξ.

German (Pape)

[Seite 1163] ἡ, Dunkelheit, Schatten, σκιά, σκότος in VLL. erkl.; Ar. sagt ὁρῶντες οὐδὲν εἰ μὴ τῆς δίκης τὴν ἠλύγην, Ach. 654, des Rechts Verdunkelung, Verdrehung, der verworrene Gang eines Rechtshandels.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
obscurité.
Étymologie: DELG pas d'étym.

Russian (Dvoretsky)

ἠλύγη: (ῠ) ἡ досл. мрак, тьма, перен. непроницаемость, туман (τῆς δίκης Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠλύγη: ῠ, ἡ, σκιά, σκότος· μεταφ., δίκης ἠλύγη, τὸ σκότος, αἱ περιπλοκαὶ τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 684. ― ἦλυξ· σκιὰ Α. Β. 1199, πρβλ. ἐπῆλυξ· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐπιθ. τύπου ἠλύγων ὀρέων παρ’ Ἡσυχ., διορθωτέον: ἠλυγίων ἢ ἠλυγαίων, Bgk. Ἀρχίλ. 69. (Ἴδε λύγη).

Greek Monolingual

ἠλύγη, ἡ (Α)
1. η σκιά
2. φρ. «δίκης ἠλύγη» — οι περιπλοκές της δίκης ή τα σκοτεινά σημεία της δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ηλύγη έχει το υ βραχύ. Το -η- θεωρείται, εξάλλου, από πολλούς συνδετικό φωνήεν του α' με το β' συνθετικό στο συνηθέστερα εμφανιζόμενο σύνθετο ρ. επηλυγάζομαι «τοποθετώ στη σκιά, κρύβω, τυλίγω» (επ-η-λυγάζομαι κατά τα επ-ή-βολος, επ-η-ετανός). Στην περίπτωση αυτή το ηλύγη θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παράγωγο. Επιχειρήθηκε ακόμη η σύνδεση του με το λιθ. liugas, το ρωσ. luža και το αλβ. legate, όλα με τη σημασία «βάλτος, έλος».
ΠΑΡ. (επ)ηλυγάζομαι, ηλυγαίος].

Greek Monotonic

ἠλύγη: [ῠ], ἡ, σκιά, ίσκιος, σκότος· μεταφορ., δίκης ἠλύγη, οι περιπλοκές μιας δίκης, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: shadow, darkness (Ar. Ach. 684, H., Erot. s. ἐπηλυγάζονται), with
Other forms: also ἦλυξ (Choerob.); note λυγαῖος (s., E.)
Derivatives: ἠλυγαῖος shadowy, dark (Suid.), ἠλυγισμένος κεκρυμμένος, ἐπεσκιασμένος H. More usual is ἐπηλυγάζομαι, -ίζομαι (-ζω) overshadow, cover up (Hp., Th., Pl.) with ἐπηλυγισμός H. s. ἠλύγη; beside it (postverbal?) ἐπήλυγα acc. overshadowing (πέτραν, E. Kyk. 680), ἐπηλύγαιος shadowy, dark (AB, H.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: To ἠλύγη the poet. adj. λυγαῖος dark (S., E.), which differs in anlaut; an explanation remains to be found. Assuming a prefix ἠ- (Prellwitz Glotta 19, 125) does satisfy as little as in the case of ἠβαιός, ἠρέμα a. o. As ἠλύγη is more rare than ἐπηλυγάζομαι, we have perhaps to start from the verb. The -η- could then be unoriginal as in ἐπ-ήβολος, ἐπ-ηετανός etc. (s. vv.). - No good cannection. Acc. to Scheftelowitz IF 33, 166 and Loewenthal WuS 10, 169 to some Balto-Slavic words for puddle, Lith. liũgas, Russ. lúža a. o., with Illyr. ἕλος Λούγεον καλούμενον (Str. 7, 43; near Tergeste), Alb. lëgate id.; but these are far away in meaning. Details in Fraenkel Lit. et. Wb. and Vasmer Russ. et. Wb. s. vv.; s. also Porzig Gliederung 175. Fur. 378 assumes a proth. vowel η-, for which there is however little or no evidence. But the co-occurrence of λυγ. and ἠλυγ. is remarkable (was it *alug-? with lengthened proth. vowel a-?) The word might be Pre-Greek.

Frisk Etymology German

ἠλύγη: {ēlúgē}
Grammar: f.
Meaning: Schatten, Dunkelheit (Ar. Ach. 684, H., Erot. s. ἐπηλυγάζονται), auch ἦλυξ (Choerob.), mit ἠλυγαῖος schattig, dunkel (Suid.), ἠλυγισμένος· κεκρυμμένος, ἐπεσκιασμένος H.
Etymology: Gewöhnlicher ist ἐπηλυγάζομαι, -ίζομαι (-ζω) überschatten, verdecken (Hp., Th., Pl., Arist. usw.) mit ἐπηλυγισμός H. s. ἠλύγη; daneben (postverbal?) ἐπήλυγα Akk. überschattend (πέτραν, E. Kyk. 680), ἐπηλύγαιος schattig, dunkel (AB, H.). Zu ἠλύγη gesellt sich das poet. Adj. λυγαῖος dunkel (S., E., A. R., Lyk. u. a.), das sich indessen in bezug auf den Anlaut und die Vokallänge davon trennt. Eine Erklärung bleibt noch zu finden. Die Annahme eines Präfixes ἠ- (zuletzt Prellwitz Glotta 19, 125) befriedigt ebensowenig wie bei ἠβαιός, ἠρέμα u. a. Da ἠλύγη weit seltener ist als ἐπηλυγάζομαι, hat man vielleicht vom Verb auszugehen. Dabei könnte -η- unursprünglich sein wie in ἐπήβολος, ἐπηετανός usw. (s. dd.). — Eine überzeugende Anknüpfung fehlt. Nach Scheftelowitz IF 33, 166 und Loewenthal WuS 10, 169 zu einigen baltisch-slavischen Wörtern für Lache, Sumpf, lit. liũgas, russ. lúža u. a., wozu noch als illyr. ἕλος Λούγεον καλούμενον (Str. 7, 43; bei Tergeste), alb. lëgate ib.. Einzelheiten bei Fraenkel Lit. et. Wb. und Vasmer Russ. et. Wb. s. vv.; dazu noch Porzig Gliederung 175.
Page 1,632-633

Middle Liddell

ἠλῠ́γη, ἡ,
a shadow, shade: metaph., δίκης ἠλύγη the obscurity of a lawsuit, Ar. [deriv. uncertain]