ἦμες

English (LSJ)

Dor. for ἦμεν, 1pl. impf. of εἰμί (sum).

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἦμες: ap. Plut. и ἦμεν ap. Thuc., Arph., Theocr. (= εἶναι) дор. inf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἦμες: Δωρ. ἀντί ἦμεν, = εἶναι, ἀπαρ. τοῦ εἰμί.

Greek Monotonic

ἦμες: Δωρ. αντί εἶναι, απαρέμφ. του εἰμί (Λατ. sum).