ἰαμβογράφος

English (LSJ)

[ῐ, γρᾰ], ὁ, writer of iambics, Suid. s.v. Σωτάδης, v.l. in EM424.23.

German (Pape)

[Seite 1233] = ἰαμβειογράφος, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβογράφος: ὁ, ὁ γράφων ἰάμβους, Σουΐδ. ἐν λ. Σωτάδης Κρής. - ἰαμβογραφία, ἡ, Τζέτζης ἐν Κραμήρου Ἀν. τ. 3. σ. 334, 15.

Greek Monolingual

ο (Α ἰαμβογράφος)
αυτός που γράφει ιαμβικά ποιήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -γραφος].