ἰαμβειογράφος
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
iambics-writer; v. ἰαμβειοφάγος.
German (Pape)
[Seite 1232] ὁ, der Jambenschreiber, u. daher Schreiber eines Schmähgedichtes, VLL., bei Dem. v. I. für ἰαμβειοφάγος.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβειογράφος: ὁ ямбописец (Dem. - v.l. к ἰαμβειοφάγος).
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβειογράφος: ὁ, ὁ γράφων ἰάμβους· ἴδε ἰαμβειοφάγος.
Greek Monolingual
ἰαμβειογράφος, ὁ (Α)
βλ. ιαμβειοφάγος.