ἰαμβύλος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)
λοιδορητικός, σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγύλος, στωμύλος)].