ἰασπίζω

English (LSJ)

to be like a jasper, Dsc.5.136.

German (Pape)

[Seite 1234] jaspisartig sein, von der Farbe des Jaspis, neben ὑπόχλωρος Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰασπίζω: μέλλ. ίσω, εἶμαι ὅμοιος ἰάσπιδι, Διοσκ. 5. 154.

Greek Monolingual

ἰασπίζω (Α) ίασπις
μοιάζω με ίασπι.