ἰγδίν

Greek Monolingual

τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν)
το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ιγδίς. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί].