ἰκματώδης

English (LSJ)

v. ἰκμαδώδης.

German (Pape)

[Seite 1248] ες, f. L. für ἰκμαδώδης.

Greek Monolingual

ἰκματώδης, -ες (Α)
ικμαδώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς, αναλογικά προς το αιματώδης].