αιματώδης

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

-ες (Α αἱματώδης) αἷμα
ο όμοιος με αίμα κατά το χρώμα, κόκκινος
νεοελλ.
αυτός που έχει άφθονο αίμα, ο πλούσιος σε αίμα
2. αυτός που γίνεται με αίμα, ο αιμάτινος
αρχ.
αυτός που έχει τη σύσταση του αίματος.