ἰκμαδώδης

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκμᾰδώδης Medium diacritics: ἰκμαδώδης Low diacritics: ικμαδώδης Capitals: ΙΚΜΑΔΩΔΗΣ
Transliteration A: ikmadṓdēs Transliteration B: ikmadōdēs Transliteration C: ikmadodis Beta Code: i)kmadw/dhs

English (LSJ)

ἰκμαδῶδες, moist, wet, Hsch. s.v. ἴκμενος, dub. in Sch.Arat. 1065: ἰκματώδης in Ach.Tat.Intr.34.

German (Pape)

[Seite 1248] ες, feucht, Schol. Od. 11, 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκμᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ὑγρὸς, πλήρης ἰκμάδος, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 7, καὶ ἰκμώδης, ες, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 88.

Greek Monolingual

ἰκμαδώδης, -ες (Α) ικμάς
γεμάτος ικμάδα, νοτερός.