ἰκμώδες, moist, wet, Sch.rec.A.Pr.88.
[Seite 1248] ες, = ἰκμαδώδης, Schol. Aesch. Prom. 88.
ἰκμώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ἰκμάδος, ὑγρός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 88, ἴδε ἰκμαδώδης.
ἰκμώδης, -ες (Α) ικμάςικμαδώδης.