ἰκτερίτης
English (LSJ)
= rosmarinum, ibid.; but ἰκτερῖτις, Ps.-Dsc.3.75, Apul.Herb.80 (v.l. ἰκτερίτες.
Greek Monolingual
ἰκτερίτης, ὁ και θηλ. ἰκτερῖτις (Α)
το φυτό δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος
το φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά του ικτέρου].