ἰληδόν

English (LSJ)

[ῑ], Adv., = ἰλαδόν, Q.S.1.7,al.

German (Pape)

[Seite 1251] schaarenweis, = εἰληδόν, Qu. Sm. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰληδόν: ῑ, Ἐπίρρ., = ἰλαδόν, Κόϊντ. Σμ. 1. 7., 2. 397., 6. 643· πρβλ. εἰληδόν.

Greek Monolingual

ἰληδόν (Α)
επίρρ.
βλ. ιλαδόν.