ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἰλαδόν και ἰληδόν (Α)επίρρ.1. κατά ίλες, σε ίλες2. άφθονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. -δον (πρβλ. αναφανδόν, πρηνηδόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους].