ἰνίον
English (LSJ)
[ῑν], τό, (ἴς Α) occipital bone, occiput, [τοῦ τριχωτοῦ κρανίου].. τὸ ὀπίσθιον [ἐστὶν] ἰνίον Arist.HA491a33, cf. Gal.UP9.17, al.; κεφαλῆς κατὰ ἰνίον Il.5.73; διὰ ἰνίου ἦλθεν [δόρυ] 14.495, cf. Hp.Aph.3.26, Pherecyd.66 J., Theoc.25.264, Euph.41, Plu.Mar.33. (ἰ- codd., κατ' ἰν- Gal. l.c., but cf. ἐφινίους· τὰς ἐπὶ τοῦ ἰνίου σάρκας, Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1255] τό (eigtl. dim. von ἴς), die Muskeln am Hinterkopfe bis zum Halse, das Genick, Il. 5, 73. 14, 495; Theocr. 25, 64; Gegensatz βρέγμα, Arist. H. A. 1, 7; Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
derrière de la tête ou du cou, nuque.
Étymologie: ἴς.
Russian (Dvoretsky)
ἰνίον: (ῑν) τό затылок (μέσον ἰνίου καὶ βρέγματος κορυφή, sc. ἐστιν Arst.; τὸν νῶτόν τινος καὶ τὸ ἰ. ἰδεῖν Plut.): βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον δουρί Hom. он поразил (противника) копьем в тыльную часть головы; δόρυ διὰ ἰνίου ἦλθεν Hom. копье прошло сквозь затылок.
Greek (Liddell-Scott)
ἰνίον: ῑν-. τό, (ἴς) τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς τὸ μετὰ τὴν κορυφὴν ἐκ τῶν ὄπισθεν πρὸς τοὺς τένοντας καταβαῖνον (τοῦ τριχωτοῦ κρανίου τὸ μὲν πρόσθιον βρέγμα, τὸ δὲ ὀπίσθιον ἰνίον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2): καθόλου, τὸ ὀπίσθιον μέρος τῆς κεφαλῆς, τὸ πρὸς τὸν αὐχένα, βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον Ἰλ. Ε. 73· διὰ ἰνίου ἦλθε δόρυ Ξ. 495· πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1248, Θεόκρ. 25. 264. ΙΙ. = ξέστης, καλεῖται δὲ παρ’ Αἰγυπτίοις ὁ ξέστης ἰνίον Γαλην. 13. 982.
Greek Monolingual
ἵνιον, τὸ (Α) [ιν (II)]
(στους Αιγυπτίους) μέτρο υγρών, ο ξέστης.
Greek Monotonic
ἰνίον: [ῑν], τό (ἴς), το πίσω μέρος του κεφαλιού που συνδέεται με τον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ἴς]
the muscle at the back of the neck, the nape of the neck, Il.
Mantoulidis Etymological
(=τό πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπό τό ἴςἰνός (=μῦς, δύναμις, τράχηλος), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.