ἰνηθμός

English (LSJ)

ὁ, emptying, purging, Hp.Loc.Hom.16,33.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, Ausleerung, Reinigung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνηθμός: ὁ, κένωσις, Ἱππ. 416. 16., 16., 419. 25, ἴδε ἰνέω.

Greek Monolingual

ἰνηθμός, ὁ (Α)
κένωση, κάθαρση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνέω + -θμός].