ἰσάστερος

English (LSJ)

ἰσάστερον, like a star, bright as a star, LXX 4 Ma.17.5.

German (Pape)

[Seite 1263] sternengleich, Maccab.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάστερος: -ον, ὅμοιος, ἴσος πρὸς ἀστέρα, λαμπρὸς ὡς ἀστήρ, Ἰωσήπ. Μακκ. 17, 5.

Greek Monolingual

ἰσάστερος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με αστέρι, λαμπρός σαν αστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άστερος (< ἀστήρ), πρβλ. ελικάστερος, επτάστερος].