ἰσχνολέσχης

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, spitzfindiger Schwätzer, Suid. v. ἐπιστάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνολέσχης: -ου, «λεπτολόγος συζητητής, Πισίδης παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστάτης, δ΄.

Greek Monolingual

ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ)
λεπτολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυλέσχης, στενολέσχης.