υγος (ὁ, ἡ)accouplé également ; apparié ; t. de gramm. approprié à la personne.Étymologie: ἴσος, ζεύγνυμι.
ἰσόζυξ, -υγος, ὁ (Α)ισόζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυξ (< θ. ζυγ-, πρβλ. ε-ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μελανόζυξ, πρωτόζυξ].
υγος, gleich gejocht, überhaupt gleich, Nonn.