ισόζυγος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερόζυγος, νεόζυγος].