ἰσόκαινον, as good as new, Hsch. s.v. ἀντίκαινον.
ἰσόκαινος: -ον, ἴσος πρὸς καινόν, ὡς νέος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίκαινον.
ἰσόκαινος, -ον (Α)ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].